- πολιορκητικός
- η , ό[ν] осаждающий; осадный;
πολιορκητικόςή μηχανή — осадное орудие, осадная машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολιορκητικόςή μηχανή — осадное орудие, осадная машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολιορκητικός — ή, ό / πολιορκητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» μηχανικές… … Dictionary of Greek
πολιορκητικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει ή αναφέρεται στην πολιορκία: Πολιορκητική μηχανή. 2. το θηλ. ως ουσ., πολιορκητική η τέχνη της πολιορκίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιορκητικά — πολιορκητικός of neut nom/voc/acc pl πολιορκητικά̱ , πολιορκητικός of fem nom/voc/acc dual πολιορκητικά̱ , πολιορκητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικῶν — πολιορκητικός of fem gen pl πολιορκητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικόν — πολιορκητικός of masc acc sg πολιορκητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικαῖς — πολιορκητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικοῖς — πολιορκητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικοῦ — πολιορκητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικούς — πολιορκητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικήν — πολιορκητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικῶς — πολιορκητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)